ὁ,
A = βάρβιτος, Alc.Supp.23.4, Phillisap.Ath.14.636c:— also βάρωμος, Euph.Fr.Hist.8.
[Seite 433] ὁ, ein musikalisches Instrument, Ath. XIV, 636 c.
βάρμος: ὁ, μουσικὸν ὄργανον, Ἀθήν. 14. 636.