ὑδρόμελι

Revision as of 09:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ιτος, τό,

   A hydromel, later Gr. for μελίκρατον, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.3, S.E. M.6.44, Sor.1.52, Gal.6.274.

German (Pape)

[Seite 1174] τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόμελι: -ιτος, τό, εἶδος ποτοῦ ἐκ μέλιτος μεθ’ ὕδατος μεμιγμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 44, Διοσκ. 5. 17, Γαλην., κλπ.· οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον αὐτὸ μελίκρατον, ἴδε Μοῖρ. 254.