ἀρηνοβοσκός
English (LSJ)
ὁ,
A shepherd, Paus.Gr.Fr.69, dub. in S.Fr.655.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρηνοβοσκός: ὁ, = προβατοβοσκός, «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35.
ὁ,
A shepherd, Paus.Gr.Fr.69, dub. in S.Fr.655.
ἀρηνοβοσκός: ὁ, = προβατοβοσκός, «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35.