τελωνιάς
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.