ταχύμητις
English (LSJ)
A = ταχύβουλος, Hsch. s.v. ἀργιμήτας.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, = ταχύβουλος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 1. 184.
A = ταχύβουλος, Hsch. s.v. ἀργιμήτας.
τᾰχύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, = ταχύβουλος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 1. 184.