χειλάριον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of χεῖλος,
A small lip, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1341] τό, dim. von χεῖλος, kleine Lippe (?).
Greek (Liddell-Scott)
χειλάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ χεῖλος, μικρὸν χεῖλος, Γλωσσ.
[ᾰ], τό, Dim. of χεῖλος,
A small lip, Gloss.
[Seite 1341] τό, dim. von χεῖλος, kleine Lippe (?).
χειλάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ χεῖλος, μικρὸν χεῖλος, Γλωσσ.