δύσκαμπτος
English (LSJ)
ον, = foreg., Cass. Pr.61, Sch.Ar.Th.74. Adv. -τως
A, ἔχειν Aët.16.8.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.
ον, = foreg., Cass. Pr.61, Sch.Ar.Th.74. Adv. -τως
A, ἔχειν Aët.16.8.
δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.