μεγαλαύχην
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A with large neck, Olymp.Hist.p.459 D., Apollon.Lex. s.v. ἐριαύχενας, Hsch. s.v. ἐρισφάραγος.
German (Pape)
[Seite 105] ενος, mit großem Nacken, Phot. bibl. 59, b, 6; auch = μεγαλαυχής (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχην: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6.