ή, όν,
A descriptive: τὸ ἐ. the faculty of describing, D.L. 5.65.
[Seite 786] ή, όν, zum Erklären, Beschreiben gehörig, geschickt, D. L. 5, 65.
ἐκφραστικός: -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ δύναμις τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.