ἀκαταπράϋντος
English (LSJ)
ον,
A unappeasable, Sch. S.Tr.999, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπράϋντος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπρΰνῃ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 999.
ον,
A unappeasable, Sch. S.Tr.999, Gloss.
ἀκαταπράϋντος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπρΰνῃ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 999.