A croak or scream all round, Dionys.Av.1.9 (v. παρακρώζω).
[Seite 581] (s. κράζω), herumkrächzen, Opp. Ix. 1, 7.
περικράζω: κράζω ὁλόγυρα, Ὀππ. Ἰξευτικ. 1. 7· πρβλ. περικλάζω.