ἀντανισόω
English (LSJ)
A make equal adjust, compensate, Lib.Or.59.161(dub.):—Pass., Them.inPh.137.21.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen ausgleichen, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανῐσόω: καθιστῶ τι ἴσον καὶ ἐγώ, συμπληρῶ, ὁ Θεὸς ἀντανισώσει τὸ ἐνδεές Συνέσ. 126Β.