διάπλασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A model, shape, or perh. modelled jug, Sch.Ar.V.614.
Greek (Liddell-Scott)
διάπλασμα: τό, = τῷ προηγ., Σχόλ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 614.
ατος, τό,
A model, shape, or perh. modelled jug, Sch.Ar.V.614.
διάπλασμα: τό, = τῷ προηγ., Σχόλ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 614.