πιλοποιός

Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A felt-maker, hatter, Id.1.149,7.171.

German (Pape)

[Seite 615] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, Πολυδ. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -ποιητικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς πιλοποιίαν, ὕδωρ Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ τέχνη τοῦ πιλοποιοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 171.