ἐντενής

Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A on the stretch, intent: only neut. ἐντενές as Adv., A.R. 2.933.

German (Pape)

[Seite 855] ές, angespannt, πεφόρητο ἐντενές Ap. Rh. 2, 933, Schol. συντόνως.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντενής: -ές, ἐντεταμένος, ἔντονος, οὐδ. ἐντενές, ὡς ἐπίρρ. συντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 933.