φήλωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A deception, cheat, Antipho Soph.71.
German (Pape)
[Seite 1267] τό, der Betrug, die Täuschung, Antipho bei Phot. u. Schol. Ar. Pax 1131.
Greek (Liddell-Scott)
φήλωμα: τό, ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. Σχολίοις 1165· ― φήλωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μέγ. 791. 33.