ες,
A butcherly, φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480 B.
μαγειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.