ἐλαιήεις

Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. ἐλαιάεις, εσσα, εν,

   A of the olive-tree, φλοιός Nic.Th.676, etc.; planted with olives, ἐλαιήεντες ἄρουραι IG14.1389i50.    II oily, νηδύς S.Fr.457; full of oil, Nonn.D.5.226.

German (Pape)

[Seite 788] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, φλοιός, Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg. 405, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιήεις: Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ πλήρης ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.