ἡ,
A anchor, Luc.Lex.15.
[Seite 232] ἡ, Schiffsband, -feil, Luc. Lexiph. 15.
ναυσῐπέδη: ἡ, καλῴδιον πλοίου, Λουκ. Λεξιφ. 15.