διατιτραίνω

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

διατιτράω, διατίτρημι,

   A v. διατετραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

διατιτραίνω: διατιτράω, ἴδε ἐν λ. διατετραίνω.