εὐαρεστία
English (LSJ)
ἡ,
A = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in pl., individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.
ἡ,
A = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in pl., individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.
εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.