A lick up, eat, S.E.P.1.57.
καταλιχμάομαι: ἀποθ., λείχων κατατρώγω, τρώγω, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 57·-παρ’ Ὀππ. Κ. 2. 389, καταλιχμάζομαι, περιλείχω, «γλείφω».