ὁ,
A stoning, Sch.A.Th.676.
[Seite 44] ὁ, Steinigung, Schol. Soph. Ai. 245.
λῐθασμός: ὁ, λιθοβολία, σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 676, Σοφ. Αἴ. 254.