ὄγκημα
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg. II, Gloss.
German (Pape)
[Seite 290] τό, das Gebrüll des Esels, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὄγκημα: τό, «γκάρυσμα», ἐπὶ ὄνου, Γλωσσ.
ατος, τό, = foreg. II, Gloss.
[Seite 290] τό, das Gebrüll des Esels, Hesych.
ὄγκημα: τό, «γκάρυσμα», ἐπὶ ὄνου, Γλωσσ.