δυσέψανος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to digest, Suid. s. vv. ἕψανον, τέραμνον.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zukochen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέψᾰνος: -ον, Σουΐδ., δυσκολόβραστος, κακόβραστος· δυσέψητος, ον, Α. Β. 20
[ᾰ], ον,
A hard to digest, Suid. s. vv. ἕψανον, τέραμνον.
[Seite 680] schwer zukochen, Suid.
δυσέψᾰνος: -ον, Σουΐδ., δυσκολόβραστος, κακόβραστος· δυσέψητος, ον, Α. Β. 20