[Seite 5] ἡ, das Verborgensein, Tzetz.
λάθησις: [ᾰ], εως, τὸ λανθάνειν, «Λητὼ νοεῖται ψυχικῶς ἡ λάθησις» Τζέτζ. Ἐξήγ. εἰς Ἰλ. σ. 71, 5.