διοιστρέω
English (LSJ)
strengthd. for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.
strengthd. for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).
διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.