ον,
A lion-faced, Sch.E.Ph.411, POxy.465.162 (ii A.D.), PMag.Par.1.2113.
[Seite 29] mit einem Löwenangesicht, σφίγξ, Schol. Eur. Phoen. 411.
λεοντοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον λέοντος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 416.