διαιρετέον

Revision as of 09:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A one must divide or distinguish, Pl.R.412b, Lg.874e, Porph.Abst.2.38; δίχα δ. Pl.Sph.265a; τινὰς ἀπ' ἀλλήλων Id.Plt.287b; διαιρετέον πόσαι διαφοραί Arist.Pol.1289b12.    2 one must open a vein, Antyll. ap. Orib. 7.2 tit., Aët.16.90.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρετέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διαιρέσῃ τι, Πλάτ. Πολ. 412Β, Σοφ. 265Α, κ. ἀλλ.· τι ἀπό τινος Πολιτ. 287Β, πρβλ. Νόμ. 874Ε.