(sc. δορά), ἡ,
A bearskin, Anaxandr.65.
[Seite 354] ἡ, sc. δορά, das Bärenfell, Anaxandr. bei Poll. 5, 16.
ἀρκτῆ: (ἐξυπακουομ. δορά), «ἡ τῆς ἄρκτου δορὰ» Ἡσύχ. (Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14).