ές,
A working by fraud, Man.4.394:—also δολο-εργός, όν, ib.57, al.
[Seite 655] ές, = folgdm, Man. 4, 394.
δολοεργής: -ές, διὰ δόλου ἐργαζόμενος, Μανέθ. 4. 394· οὕτω, δολοεργός, όν, αὐτόθι 57, κτλ.