ἀνοικοδομή
English (LSJ)
ἡ,
A rebuilding, restoration, PLond.2.216.18(i A.D.), PAmh.93.19(ii A.D.); Dor. ἀνοικοδο-μά IG12(1).9 (Rhodes).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικοδομή: ἡ, καὶ -μησις, εως, ἡ, ἡ ἐκ νέου οἰκοδόμησις, ἀνόρθωσις, εἰς τὰν ἀνοικοδομὰν τοῦ τοίχου καὶ τῶν μνημείων τῶν πεσόντων ἐν τῷ σεισμῷ Ἐπιγρ. Ροδ. IG. Ins. 95 = Cauer 186, Μαλαλ. 1. 240, Θεοφύλ. Βουλγ. Ἐπιστ.