τό, v. sq. 11.
[Seite 847] τό, s. ῥόθιος.
ῥόθιον: τό, ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθιον· ταχύ, ὁρμητικόν».