τοσσοῦτος
English (LSJ)
αύτη, οῦτον, Ep. for τοσοῦτος.
German (Pape)
[Seite 1131] episch = τόσος, τοσόσδε, τοσοῦτος, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
τοσσοῦτος: αύτη, οῦτον, Ἐπικ. ἀντὶ τοσοῦτος.
αύτη, οῦτον, Ep. for τοσοῦτος.
[Seite 1131] episch = τόσος, τοσόσδε, τοσοῦτος, Hom.
τοσσοῦτος: αύτη, οῦτον, Ἐπικ. ἀντὶ τοσοῦτος.