αἰόνημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A fomentation, D.C.55.17, EM348.27.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόνημα: -ατος, τό, κατάντλημα, κατάβρεγμα, μούσκευμα, Δίων Κ. 55. 17., Ἐτυμ. Μ. 348, 27.
ατος, τό,
A fomentation, D.C.55.17, EM348.27.
αἰόνημα: -ατος, τό, κατάντλημα, κατάβρεγμα, μούσκευμα, Δίων Κ. 55. 17., Ἐτυμ. Μ. 348, 27.