ἔγκτητος
English (LSJ)
η, ον,
A possessed in a foreign country, LXX Le.14.34, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκτητος: -ον, ὁ προσκεκτημένος, Ἑβδ. (Λευ ΙΔ΄, 34, κ. ἀλλ.).
η, ον,
A possessed in a foreign country, LXX Le.14.34, al.
ἔγκτητος: -ον, ὁ προσκεκτημένος, Ἑβδ. (Λευ ΙΔ΄, 34, κ. ἀλλ.).