ἡ, (ἀπελαύνω)
A driving away, POxy.1252r6 (iii A. D.), PLond.2.403.12 (iv A.D.).
[Seite 286] ἡ, das Wegtreiben, Hesych. διωγμός.
ἀπελᾰσία: ἡ, (ἀπελαύνω) τὸ ἀπελαύνειν, διωγμός, Κυρίλλ. Ἱερ. κατήχ. σ. 206Β.