ὁ,
A pulling out, removal, Ruf. ap. Orib.8.39.13. II extension, Heliod. ap.Orib.49.10.6.
[Seite 876] ὁ, das Herausziehen, Sp.
ἐξελκυσμός: ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς βάθος, Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.