παιωνία

Revision as of 09:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (Παιών)

   A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; Ep. παιονίη Orph.A.918.    2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180.    II name of an antidote, Orib.Fr.82.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch γλυκυσίδη hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

παιωνία: ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ γλυκυσίδη, εἶδος φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. παιονίη, Ὀρφ. Ἀργ. 916.