αἰσχροπαθής
English (LSJ)
ές,
A submitting to foul usage, Ph.2.268.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροπᾰθής: -ές, ὑποκείμενος εἰς αἰσχρὰν καὶ κακοήθη μεταχείρισιν, Φίλων, 2. 268.
ές,
A submitting to foul usage, Ph.2.268.
αἰσχροπᾰθής: -ές, ὑποκείμενος εἰς αἰσχρὰν καὶ κακοήθη μεταχείρισιν, Φίλων, 2. 268.