ον,
A mixed all to gether, A.Eu.554 (lyr.); cf. πάμφυρτος.
[Seite 465] = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.
παντόφυρτος: -ον, ὁ ὅλος μεμιγμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 554· πρβλ. πάμφυρτος.