χαμαιτυπεῖον
English (LSJ)
τό,
A brothel, Phld.Rh.2.281S., Ph.2.228, Luc.DMort. 10.11, Nigr.22, Jul.Or.6.186d.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιτῠπεῖον: τό, πορνεῖον, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 11, Νιγρ. 22, κλπ.
τό,
A brothel, Phld.Rh.2.281S., Ph.2.228, Luc.DMort. 10.11, Nigr.22, Jul.Or.6.186d.
χᾰμαιτῠπεῖον: τό, πορνεῖον, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 11, Νιγρ. 22, κλπ.