ἀργυροτρώκτης
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροτρώκτης: -ου, ὁ τρώκτης τοῦ ἀργύρου, φιλάργυρος, πλεονέκτης, Γρηγ. Ναζ. ΙV. 148A., ἐπίθετον τοῦ Ἰούδα.
ἀργῠροτρώκτης: -ου, ὁ τρώκτης τοῦ ἀργύρου, φιλάργυρος, πλεονέκτης, Γρηγ. Ναζ. ΙV. 148A., ἐπίθετον τοῦ Ἰούδα.