ἐνδεσμεύω

Revision as of 09:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A bind to or in, τινὰς εἰς καταπέλτας D.S.20.71:—Pass., Dsc.Eup.1.146; τῇ Χέρσῳ D.S.3.40.

German (Pape)

[Seite 832] anbinden, D. Sic. 3, 40. 20, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδεσμεύω: ἐνδέω, δένω εἴς τι, τό σκάφος... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.