καυστὸς
Greek (Liddell-Scott)
καυστὸς: ἢ καυτὸς (κατὰ τὸν Λοβέκ.), ή, όν, κεκαυμένος, ἐρυθρὸς ἐκ τῆς καύσεως, μοχλὸς Εὐρ. Κύκλ. 633·- καυστόν, τό, ὁλοκαύτωμα ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, Φώτ. Ἡσύχ. 2) καύσεως ἐπιδεκτικός, δυνάμενος καῆναι, νὰ καυθῇ, ὁ καύσιμος (πρβλ. καυστικός), ἀντίθετον τῷ ἄκαυστος, Ἀρίστ. Μετεωρ. 4. 9, 24· Συγκρ. -ότερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 3. 12, 72.