[ᾱ], ῆρος, ὁ, (ἀΐσσω)
A swift-rushing, darting, σκορπίος Opp. H.1.171; ἀστέρες Nonn.D.2.192.
[Seite 55] ὁ, Angreifer, Opp. H. 1, 171. 2, 254.
ἀϊκτήρ: [ᾱ], -ῆρος, ὁ, (ἀΐσσω) ὁ ὁρμητικῶς φερόμενος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 171.