τό, Dim. of σάπων, Sch.Theoc.3.17, Zos.Alch.p.143 B.; cf. σαφώνιον.
[Seite 862] τό, dim. vom Vorigen, Sp.
σᾱπώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σάπων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 17.