ον,
A hard to recognize, Gal.7.804, al., Poll.5.150. Adv. -τως ib.160.
[Seite 677] schwer zu erkennen, Poll. 5, 150.
δυσγνώριστος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀναγνωρίζει τις, Πολυδ. Ε΄, 150. -Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 160.