φλαυρότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A poorness, cf. φαυλότης, Plu.2.962a; condemned by Poll.4.12.
German (Pape)
[Seite 1290] ητος, ἡ, att. statt φαυλότης, Poll. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
φλαυρότης: -ητος, ἡ, = φαυλότης, Πλούτ. 2. 962Α, Πολυδ. Δ΄. 12.