νωρεῖ
English (LSJ)
ἐνεργεῖ, Hsch. νώρεμνος· μέγας, πολύς, Id. ; but also, κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς, Id.
Greek (Liddell-Scott)
νωρεῖ: «ἐνεργεῖ» Ἡσύχ.
ἐνεργεῖ, Hsch. νώρεμνος· μέγας, πολύς, Id. ; but also, κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς, Id.
νωρεῖ: «ἐνεργεῖ» Ἡσύχ.